σούμα

σούμα
(I)
η, Ν
1. άθροισμα, σύνολο
2. φρ. «κάνω τη σούμα» — προσθέτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. summa «σύνολο, άθροισμα», ουσιαστικοποιημένος τ. τού θηλ. τού summus «μέγιστος, ύψιστος, ολόκληρος»].
————————
(II)
η, Ν
ρακί που προέρχεται από την πρώτη απόσταξη, τσίπουρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. summus, -a, -um «ύψιστος, ανώτατος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σούμα — η (λ. λατ.), άθροισμα: Στο τέλος θα κάνουμε τη σούμα, για να δούμε πόσα πρέπει να πληρώσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σουμάρω — Ν κάνω σούμα, αθροίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < σούμα (Ι) «άθροισμα» + κατάλ. άρω (πρβλ. γουστ άρω)] …   Dictionary of Greek

  • ДИМИТРИЙ КИДОНИС —     ДИМИТРИЙ КИДОНИС (Δημήτριος Κυδώνης) (ок. 1324, Фессалоника ок. 1398, Крит) византийский ученый, государственный деятель, переводчик. Став жертвой восстания зилотов в Фессалонике, примкнул в 1347 к императору Иоанну VI Кантакузину, сделавшему …   Философская энциклопедия

  • άθροισμα — Το συγκεντρωμένο πλήθος ανθρώπων ή πραγμάτων. (Βοτ.) Ταξινομική μονάδα κατάταξης των φυτών, αντίστοιχη του όρου φύλο, που χρησιμοποιείται για τη συστηματική κατάταξη των ζώων. Το φυτικό βασίλειο υποδιαιρείται συνολικά σε 17 α. ή διαιρέσεις:… …   Dictionary of Greek

  • σουμάριον — τὸ, Α επιτομή. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. summarium < summa «σούμα, άθροισμα»] …   Dictionary of Greek

  • σουμάρισμα — το, Ν η σούμα, το άθροισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σουμάρω + κατάλ. ισμα < ρ. σε ίζω (πρβλ. παρκάρω: παρκάρισμα)] …   Dictionary of Greek

  • στεμφυλόπνευμα — το, Ν οινόπνευμα από την απόσταξη στεμφύλων, κν. σούμα, τσίπουρο ή τσικουδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέμφυλο + πνεύμα (πρβλ. οινό πνευμα)] …   Dictionary of Greek

  • Κόμπε — (Kobe). Πόλη (1.493.595 κάτ. το 2000) της Ιαπωνίας, πρωτεύουσα του νομού Χιόγκο (8.381 τ. χλμ., 5.550.573 κάτ.). Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νησιού Χονσού. Παλαιότερα η πόλη ήταν γνωστή με την ονομασία Oβάντα. Εκτείνεται στα Β ανάμεσα στα βουνά …   Dictionary of Greek

  • Λούθηρος, Μαρτίνος — (Martin Luther, Άισλεμπεν 1483 – 1546). Γερμανός θεολόγος. Καταγόταν από οικογένεια χωρικών και ανατράφηκε με τον συνήθη, για τα δεδομένα εκείνης της εποχής, τρόπο, όπου κυριαρχούσαν η πειθαρχία και η ευσέβεια. Διεξήγαγε τις εγκύκλιες σπουδές του …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”