σούμα — η (λ. λατ.), άθροισμα: Στο τέλος θα κάνουμε τη σούμα, για να δούμε πόσα πρέπει να πληρώσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σουμάρω — Ν κάνω σούμα, αθροίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < σούμα (Ι) «άθροισμα» + κατάλ. άρω (πρβλ. γουστ άρω)] … Dictionary of Greek
ДИМИТРИЙ КИДОНИС — ДИМИТРИЙ КИДОНИС (Δημήτριος Κυδώνης) (ок. 1324, Фессалоника ок. 1398, Крит) византийский ученый, государственный деятель, переводчик. Став жертвой восстания зилотов в Фессалонике, примкнул в 1347 к императору Иоанну VI Кантакузину, сделавшему … Философская энциклопедия
άθροισμα — Το συγκεντρωμένο πλήθος ανθρώπων ή πραγμάτων. (Βοτ.) Ταξινομική μονάδα κατάταξης των φυτών, αντίστοιχη του όρου φύλο, που χρησιμοποιείται για τη συστηματική κατάταξη των ζώων. Το φυτικό βασίλειο υποδιαιρείται συνολικά σε 17 α. ή διαιρέσεις:… … Dictionary of Greek
σουμάριον — τὸ, Α επιτομή. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. summarium < summa «σούμα, άθροισμα»] … Dictionary of Greek
σουμάρισμα — το, Ν η σούμα, το άθροισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σουμάρω + κατάλ. ισμα < ρ. σε ίζω (πρβλ. παρκάρω: παρκάρισμα)] … Dictionary of Greek
στεμφυλόπνευμα — το, Ν οινόπνευμα από την απόσταξη στεμφύλων, κν. σούμα, τσίπουρο ή τσικουδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέμφυλο + πνεύμα (πρβλ. οινό πνευμα)] … Dictionary of Greek
Κόμπε — (Kobe). Πόλη (1.493.595 κάτ. το 2000) της Ιαπωνίας, πρωτεύουσα του νομού Χιόγκο (8.381 τ. χλμ., 5.550.573 κάτ.). Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νησιού Χονσού. Παλαιότερα η πόλη ήταν γνωστή με την ονομασία Oβάντα. Εκτείνεται στα Β ανάμεσα στα βουνά … Dictionary of Greek
Λούθηρος, Μαρτίνος — (Martin Luther, Άισλεμπεν 1483 – 1546). Γερμανός θεολόγος. Καταγόταν από οικογένεια χωρικών και ανατράφηκε με τον συνήθη, για τα δεδομένα εκείνης της εποχής, τρόπο, όπου κυριαρχούσαν η πειθαρχία και η ευσέβεια. Διεξήγαγε τις εγκύκλιες σπουδές του … Dictionary of Greek